- τεθρυμμένος
- θρύπτωbreak in piecesperf part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τεθρυμμένως — Α επιρρ. με θηλυπρεπή τρόπο («τοῑς ἀσελγῶς καὶ τεθρυμμένως ζῶσιν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τεθρυμμένος, μτχ. μέσ. παρακμ. τού ρ. θρύπτω + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek
ՇԵՂՏԱՄԵՂՏ — (ի, ից.) NBH 2 0475 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 13c, 18c ա. τεθρυμμένος confractus, enervatus, mollis, insolens. Որպէս թէ շերտ շերտ եղեալ մեղկութեամբ. ըստ յն. ջախեալ. մանրեալ. մալեալ. ցոփ. թուլամորթ. խենէշ (ոք կամ ինչ). լոյծ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)